- μούντζα
- και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα)καπνιά, μουντζούρανεοελλ.1. κηλίδα, μελανιά2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ. φάσκελο, φασκελιά4. φρ. α) «τύφλα και μούντζα» — λέγεται ως επιφώνημα υβριστικό σε κάποιον που σφάλλει, που σκοντάφτει ή κάνει κάτι αδέξιαβ) «μούντζες νά 'χει τέτοιος πού 'ναι» — λέγεται για δήλωση έσχατης περιφρόνησης5. παροιμ. «αν πεθάνω από συνάχι, η πανούκλα μούντζες νά 'χει» — λέγεται για κάποιον που καταβάλλεται από μηδαμινό και ανάξιο λόγου εχθρόμσν.1. υβριστ. αβλεψία, τύφλα2. κακοτυχία, ατυχία3. φρ. α) «ἀλείφω κάποιον τὶς μοῡζες» — ντροπιάζω κάποιον με τις πράξεις μου ή κοροϊδεύω, εξαπατώβ) «χρίω κάποιον τὴν μούζαν» — περιφρονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μούντα < *μούντη < μουντός «σκοτεινός», απ' όπου και η αρχική σημ. τής λ. «καπνιά» (για την τροπή τού -ντ- σε -ντζ- σε ιδιώματα, πρβλ. αντανεμίζω-αντζανεμίζω, κρεμανταλάς-κρεμαντζαλάς, αγαντάρω-αγαντζάρω). Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται < περσ. muzh, ενώ κατ' άλλους < παλαιότ. γαλλ. museau ή βεν. muso. Οι τ. μούτζα και μούζα εμφανίζονται σε ιδιώματα. Η λ. μούντζα, τέλος, έλαβε τη σημ. «υβριστική χειρονομία, φάσκελο» επειδή το φασκέλωμα γινόταν με ανοιχτή παλάμη μαυρισμένη με μουντζούρα].
Dictionary of Greek. 2013.